ἀποκλαίω

ἀποκλαίω
ἀποκλαίω, [dialect] Att. [suff] ἀπ-κλάω [pron. full] [ᾱ], [tense] fut. -κλαύσομαι: [tense] aor. -έκλαυσα:—
A weep aloud, Hdt.2.121.γ, etc.;

ἀ. στόνον S.Ph.695

(lyr.).
2 ἀ. τινά or τι bewail much, mourn deeply for, Thgn.931, A.Pr.637;

ἐμαυτόν Pl.Phd.117c

:—[voice] Med., ἀποκλαύσασθαι κακά bewail one/s woes, S.OT 1467;

τὴν πενίαν Ar.V.564

;

τερπνὸν τὸ λέξαι κἀποκλαύσασθαι E.Fr. 563

.
II [voice] Med., also, cease to wail, Luc.Syr.D.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποκλαίω — και αποκλαίγω αψα, κλαμένος 1. κλαίω κάποιον πολύ: Τον απόκλαψε τον άντρα της. 2. παύω να κλαίω: Έκλαψα κι απόκλαψα, προκοπή δεν είδα (παροιμ. φράση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκλαίω — (AM ἀποκλαίω, Α κ. κλάω) σταματώ το κλάμα, παύω να κλαίω νεοελλ. θρηνώ κάποιον σαν να έχει ήδη πεθάνει αρχ. 1. κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ 2. θρηνώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἀποκλαίω — ἀποκλάω break off pres subj act 1st sg ἀποκλάω break off pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκλάω — (I) ἀποκλάω αττ. (Α) βλ. αποκλαίω. (II) ἀποκλάω (Α) σπάω, τσακίζω …   Dictionary of Greek

  • συναποκλαίομαι — Μ κλαίω, θρηνώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκλαίω «κλαίω με λυγμούς, θρηνολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • ՄՐՄՆՋԵՄ — (եցի.) NBH 2 0308 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ն. եւ ն. μελετάω mussito, murmuro ἑπᾴδω, κωμῳδέω , ἑκτραγωδέω cano, recanto ἁποκλαίω defleo եւն. Մրմունջ առնել. մռմռալ ընդ ունչս կամ իբրեւ զմունջ. յերգ առնուլ եւ հենգնել. հծծել.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”